Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βάζω κάποιον σε μεγάλη ν

  • 1 έννοια

    I η
    1) понятие, представление;

    δεν έχει έννοιαν της θεωρίας της σχετικότητας — он не имеет представления о теории относительности;

    2) смысл, значение;

    κυρία ( — или βασική) έννοια — прямой смысл;

    μεταφορική έννοια — переносный смысл;

    με την πλατειά έννοια — в широком смысле;

    έννοια2
    II η
    1) забота, беспокойство; хлопоты;

    έχω έννοια2 κάποιον ( — или κάτι) — или έχω την έννοια2 μου σε... — а) позаботиться (о ком-чём-л.), присмотреть (за кем-чем-л.); — б) остерегаться (кого-чего-л.);

    έχε έννοια2 το σπίτι — присмотри за домом;

    να 'χεις την έννοια2 σου στούς λωποδύτες — остерегайся жуликов;

    να 'χεις έννοια2 το παιδί — присмотри за ребёнком;

    βάζω κάποιον σε μεγάλη ν έννοια2 — доставлять кому-л. много хлопот;

    τό έέχω έννοια2 — заботиться о чём-л.;

    έχω την έννοια2 (τινός) — думать, беспокоиться (о ком-л.);

    έχω την έννοια2 σου — я забочусь о тебе;

    2) озабоченность;

    γεμάτος έννοια2 — озабоченный;

    βάζω σε έννοια2 κάποιον — доставлять кому-л. заботы, беспокойство;

    3) интерес, заинтересованность;

    γιά τίποτε δεν έχει έννοια2 — ничего его не интересует;

    4) осторожность, осмотрительность;

    § έννοια2 σου! — а) не беспокойся!; — б) подожди! (угроза);

    έννοι σας, και θα σας δείξω εγώ! — подождите, я вам покажу;

    ;

    δίχως έννοια2 άν περπατάς πού και πού θα σκουντουφλάς — погов, кто не смотрит под ноги, может споткнуться;

    δικό τους ψωμί τρώνε και ξένες έννοιες έχουν — или τό σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες — погов, не работа старит, а забота;

    έννοια2 έχει η αλεπού σα ζυγώνει στο κοτέτσι — погов, чем ближе к курятнику, тем больше у лисы забот, ≈ — доход не живёт без хлопот;

    χόρευε, κυρά Σουσού, — — κ' εχε κ' έννοια2 τού σπιτιού — погов, пей — да дело разумей;

    άλλη ν έννοια2 δεν έχω — у меня других забот хватает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έννοια

См. также в других словарях:

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»